κωκυτοῖς

κωκυτοῖς
κωκῡτοῖς , κωκυτός
shrieking
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κωκυτοῖς — Κωκῡτοῖς , κωκυτός shrieking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωκυτός — Ποταμός της Θεσπρωτίας, που μαζί με τον Αχέροντα εκβάλλει στην Αχερουσία λίμνη. Κατά την αρχαιότητα, πίστευαν γι’ αυτόν, όπως και για τον Αχέροντα, ότι τα νερά του ήταν δηλητηριασμένα από ανθρωπόμορφο δράκοντα και ότι μέσω της Αχερουσίας οδηγούσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”